Тратить στα ελληνικά
Μετάφραση: тратить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρανίδα, απόβλητα, λύμα, σταγόνα, κοσμικός, μειώνομαι, σπαταλώ, ξαπλώνω, στρώνω, σπατάλη, ξοδεύω, καταναλώνω, δαπανούν, ξοδεύουν, δαπανήσει, περάσετε, περάσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- античастица στα ελληνικά - αντισωματίδιο, αντισωματιδίου, αντισωμάτιο, αντισωματίδιό, αντισωματιδίων
- будка στα ελληνικά - αντεπεξέρχομαι, θαλαμίσκος, κάσα, κουτί, πάγκος, θάλαμος, πυγμαχώ, ...
- грудь στα ελληνικά - στήθος, μαστού, του μαστού, στήθους, μητρικό
- грёза στα ελληνικά - ονειρεύομαι, όνειρο, Όνειρα, Dreams, Ονείρων, όνειρά, Τα όνειρα
Τυχαίες λέξεις
Тратить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρανίδα, απόβλητα, λύμα, σταγόνα, κοσμικός, μειώνομαι, σπαταλώ, ξαπλώνω, στρώνω, σπατάλη, ξοδεύω, καταναλώνω, δαπανούν, ξοδεύουν, δαπανήσει, περάσετε, περάσουν
Μεταφράσεις: ρανίδα, απόβλητα, λύμα, σταγόνα, κοσμικός, μειώνομαι, σπαταλώ, ξαπλώνω, στρώνω, σπατάλη, ξοδεύω, καταναλώνω, δαπανούν, ξοδεύουν, δαπανήσει, περάσετε, περάσουν