Тревожиться στα ελληνικά
Μετάφραση: тревожиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανησυχώ, έννοια, ταλαιπωρία, φασαρία, πρόβλημα, προβλήματα, κόπο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- веселить στα ελληνικά - ψυχαγωγώ, διασκεδάζω, ζωντανεύω, φαιδρύνω, χαροποιώ
- вменять στα ελληνικά - μέρος, βάζω, τόπος, τοποθετώ, ποζάρω, πόζα, καθορισμένος, ...
- глиноземный στα ελληνικά - αργιλιούχος, αργιλικός, αλουμινούχων, αργιλούχων, αργιλιώδες
- граничащий στα ελληνικά - διπλανός, παρακείμενα, διπλανό, όμορες, παρακείμενων, παρακείμενες
Τυχαίες λέξεις
Тревожиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανησυχώ, έννοια, ταλαιπωρία, φασαρία, πρόβλημα, προβλήματα, κόπο
Μεταφράσεις: ανησυχώ, έννοια, ταλαιπωρία, φασαρία, πρόβλημα, προβλήματα, κόπο