Тренировать στα ελληνικά
Μετάφραση: тренировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πούλμαν, σχολείο, προπονώ, ασκώ, τριβελίζω, άμαξα, τροχός, εκπαιδεύω, τρένο, προπονητής, αμαξοστοιχία, εξασκώ, άσκηση, μορφώνω, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- булочник στα ελληνικά - φούρναρης, αρτοποιός, Baker, αρτοποιού, Μπέικερ
- выметывать στα ελληνικά - περιστόμιο, άκρη, χείλος, κουμπότρυπα, κουμπότρυπας, buttonhole, πέτο, ...
- выпаривать στα ελληνικά - βράζω, εξάτμιση, εξατμιστεί, εξατμίζονται, εξατμισθεί, εξατμιστούν
- гастрономический στα ελληνικά - γαστρονομικός, γαστρονομικές, γαστρονομική, γαστρονομικό, γαστρονομικής
Τυχαίες λέξεις
Тренировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πούλμαν, σχολείο, προπονώ, ασκώ, τριβελίζω, άμαξα, τροχός, εκπαιδεύω, τρένο, προπονητής, αμαξοστοιχία, εξασκώ, άσκηση, μορφώνω, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας
Μεταφράσεις: πούλμαν, σχολείο, προπονώ, ασκώ, τριβελίζω, άμαξα, τροχός, εκπαιδεύω, τρένο, προπονητής, αμαξοστοιχία, εξασκώ, άσκηση, μορφώνω, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας