Треножить στα ελληνικά
Μετάφραση: треножить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωλαίνω, trenozhit
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амортизировать στα ελληνικά - απορροφώ, εξαγοράζω, ξεπληρώνω με δόσεις, αποσβέσει, αποσβέσουν, αποσβέσουν τις, την απόσβεση
- генерал-губернатор στα ελληνικά - Γενικός Κυβερνήτης, Γενικό Κυβερνήτη, Γενική Κυβερνήτη, Γενικού Διοικητή
- геометр στα ελληνικά - γεωμέτρης, geometer, γεωμέτρη, γεωμέτρης του
- живописец στα ελληνικά - καλλιτέχνης, βαφέας, εικόνα, ζωγράφος, ζωγράφου, ζωγράφο
Τυχαίες λέξεις
Треножить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωλαίνω, trenozhit
Μεταφράσεις: χωλαίνω, trenozhit