Трепетание στα ελληνικά
Μετάφραση: трепетание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πτερυγίζω, τρεμούλιασμα, τρέμω, τρεμοπαίζω, ταραχή, πτερυγισμού, πτερυγισμός, πτερυγισμό, φτερούγισμα
Μεταφράσεις
- братец στα ελληνικά - ζευγαρώνω, αγαπητός, αδερφός, αδελφός, ταίρι, φιλαράκος, φίλος, ...
- валютный στα ελληνικά - μεστός, πλήρης, γεμάτος, νομισματικός, ολικός, νόμισμα, νομίσματος, ...
- ворсить στα ελληνικά - υπνάκος, πειράζω, ξεμπλέκω, τσουχτερός, τραγανιστός, ξηρός, σωρός, ...
- дуэлянт στα ελληνικά - μονομάχο, duelist, μονομάχος προσέχει πώς
Τυχαίες λέξεις
Трепетание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πτερυγίζω, τρεμούλιασμα, τρέμω, τρεμοπαίζω, ταραχή, πτερυγισμού, πτερυγισμός, πτερυγισμό, φτερούγισμα
Μεταφράσεις: πτερυγίζω, τρεμούλιασμα, τρέμω, τρεμοπαίζω, ταραχή, πτερυγισμού, πτερυγισμός, πτερυγισμό, φτερούγισμα