Трестировать στα ελληνικά
Μετάφραση: трестировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδυάζω, trustify
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- американизм στα ελληνικά - αμερικανισμός, αμερικανισμό, Αμερικανισμού, τον αμερικανισμό
- бесстыдница στα ελληνικά - αναίσχυντος, Shameless, ξεδιάντροπη, αναίσχυντη, των Shameless
- бытовой στα ελληνικά - κατοικίδιος, κοινός, οικιακός, συνηθισμένος, καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, ...
- вязаться στα ελληνικά - διανύω, καταμετρώ, είμαι, βρίσκομαι, συμφωνώ, ταιριάζει, ταιριάζει σε, ...
Τυχαίες λέξεις
Трестировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδυάζω, trustify
Μεταφράσεις: συνδυάζω, trustify