Трудоемкий στα ελληνικά
Μετάφραση: трудоемкий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοπιαστικός, πολύμοχθος, επίπονος, κοπιώδης, επίπονη, επίπονες, κοπιαστική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акрополь στα ελληνικά - ακρόπολη, Ακρόπολης, της Ακρόπολης, Ακροπόλεως, την Ακρόπολη
- апертура στα ελληνικά - οπή, άνοιγμα, ανοίγματος, διάφραγμα, διαφράγματος
- восторженный στα ελληνικά - μεταρσιωμένος, ενθουσιασμένος, εκστατικός, ενθουσιώδης, ενθουσιώδεις, ενθουσιώδη, ενθουσιασμό, ...
- горделивый στα ελληνικά - αλαζόνας, περήφανος, ψηλός, αλαζονικός, καμαρωτός, υπεροπτικός, υπερόπτης, ...
Τυχαίες λέξεις
Трудоемкий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοπιαστικός, πολύμοχθος, επίπονος, κοπιώδης, επίπονη, επίπονες, κοπιαστική
Μεταφράσεις: κοπιαστικός, πολύμοχθος, επίπονος, κοπιώδης, επίπονη, επίπονες, κοπιαστική