Туловище στα ελληνικά
Μετάφραση: туловище, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σώμα, σεντούκι, προβοσκίδα, μπαούλο, κορμός, κορμό, κορμού, του κορμού
Μεταφράσεις
- беспутный στα ελληνικά - εύθυμος, έκλυτος, σατανικός, ανήθικος, ομοφυλόφιλος, κακός, χαρούμενος, ...
- возглавлять στα ελληνικά - καπετάνιος, ηγούμαι, μόλυβδος, λουρί, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, ...
- возмущенно στα ελληνικά - αγανάκτηση, αγανακτισμένος, αγανακτισμένα, με αγανάκτηση, τάσσονται σε υψηλούς τόνους
- заартачиться στα ελληνικά - σκουπίδια, δειλιάζω, σταματώ, ματαιώνω, παρεμποδίζω, Balk
Τυχαίες λέξεις
Туловище στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σώμα, σεντούκι, προβοσκίδα, μπαούλο, κορμός, κορμό, κορμού, του κορμού
Μεταφράσεις: σώμα, σεντούκι, προβοσκίδα, μπαούλο, κορμός, κορμό, κορμού, του κορμού