Тупить στα ελληνικά

Μετάφραση: тупить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμβλύς, απότομος, μονοκόμματος, έκπτωση, εκπτώσεων, επιστροφή, έκπτωσης, επιστροφής
Тупить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • антон στα ελληνικά - Anton, Ο Anton, Άντον, τον Anton, του Anton
  • афишировать στα ελληνικά - διαφημιστείτε, διαφημίζουν, διαφημίσετε, διαφημίσουν, διαφημίσει
  • верблюд στα ελληνικά - καμήλα, καμήλας, καμήλες, με καμήλες, καμήλου
  • горемыка στα ελληνικά - πενιχρός, δυστυχής, καημένος, φτωχός, διάβολος, ατυχής, ατυχές, ...
Τυχαίες λέξεις
Тупить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμβλύς, απότομος, μονοκόμματος, έκπτωση, εκπτώσεων, επιστροφή, έκπτωσης, επιστροφής