Убаюкивать στα ελληνικά
Μετάφραση: убаюкивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ροκ, λικνίζω, κουνώ, πέτρα, νηνεμία, ησυχάζω, κόπαση, ανάπαυλα, ηρεμία
Μεταφράσεις
- ассигнация στα ελληνικά - ανάθεση, λογαριασμός, διανομή, νομοσχέδιο, ράμφος, ραντεβού, διορισμός, ...
- беззлобный στα ελληνικά - ευγενικά, πολύ εγκάρδιος, καλοσυνάτα, καλοκάγαθους, καλόκαρδος
- дубасить στα ελληνικά - μαύρισμα, tan, αχυρόχρωμο, καφέ, μαυρίσματος
- еще στα ελληνικά - ήρεμος, αλλιώς, ακίνητος, γαλήνιος, άλλος, ωστόσο, ακόμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Убаюкивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ροκ, λικνίζω, κουνώ, πέτρα, νηνεμία, ησυχάζω, κόπαση, ανάπαυλα, ηρεμία
Μεταφράσεις: ροκ, λικνίζω, κουνώ, πέτρα, νηνεμία, ησυχάζω, κόπαση, ανάπαυλα, ηρεμία