Увеличивать στα ελληνικά
Μετάφραση: увеличивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολλαπλασιάζω, στοιβάδα, μεγαλοποιώ, βελτιώνω, μεγεθύνω, αυξάνω, απολαβή, σωρός, στοιβάζω, αύξηση, πηδώ, προσθέτω, διάβημα, βηματίζω, βήμα, στοίβα, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анод στα ελληνικά - άνοδος, ανόδου, άνοδο, της ανόδου, ανοδικό
- вмещаться στα ελληνικά - πηγαίνω, να, πρέπει να, θα, είναι, να είναι
- галун στα ελληνικά - κοτσίδα, πλέκω, ρελιάζω, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξούδας, σιρίτια, ...
- госпитализация στα ελληνικά - νοσηλεία σε νοσοκομείο, περίθαλψη, νοσηλείας, νοσηλεία, νοσοκομειακή περίθαλψη
Τυχαίες λέξεις
Увеличивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολλαπλασιάζω, στοιβάδα, μεγαλοποιώ, βελτιώνω, μεγεθύνω, αυξάνω, απολαβή, σωρός, στοιβάζω, αύξηση, πηδώ, προσθέτω, διάβημα, βηματίζω, βήμα, στοίβα, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Μεταφράσεις: πολλαπλασιάζω, στοιβάδα, μεγαλοποιώ, βελτιώνω, μεγεθύνω, αυξάνω, απολαβή, σωρός, στοιβάζω, αύξηση, πηδώ, προσθέτω, διάβημα, βηματίζω, βήμα, στοίβα, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει