Увенчивать στα ελληνικά
Μετάφραση: увенчивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερβαίνω, στέμμα, θήκη, κορυφή, κορόνα, ξεπερνώ, κορώνα, στεφάνι, κόμης, κορώνας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автократический στα ελληνικά - αυτοκρατορικός, αυταρχικός, απολυταρχικός, αυταρχική, αυταρχικό, αυταρχικά
- беззаботный στα ελληνικά - αδιάφορος, ανέμελος, απερίσκεπτος, ξένοιαστος, ξέγνοιαστος, χαρούμενος, οκνός, ...
- вынянчить στα ελληνικά - νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
- детектив στα ελληνικά - ντετέκτιβ, αστυνομικό, αστυνομικών, ντέντεκτιβ, αστυνομικός
Τυχαίες λέξεις
Увенчивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερβαίνω, στέμμα, θήκη, κορυφή, κορόνα, ξεπερνώ, κορώνα, στεφάνι, κόμης, κορώνας
Μεταφράσεις: υπερβαίνω, στέμμα, θήκη, κορυφή, κορόνα, ξεπερνώ, κορώνα, στεφάνι, κόμης, κορώνας