Λέξη: σώβρακο
Σχετικές λέξεις: σώβρακο
τσίγκινο σώβρακο, σώβρακο του ρούντι, σώβρακο του ρούντι φερνάντεθ, μητρογλου σώβρακο, σώβρακο wikipedia, σώβρακο ρούντι, σώβρακο παγκαλου
Συνώνυμα: σώβρακο
παντελόνι, πανταλόνι, κιλότα, κοντό πανταλόνι αθλητών
Μεταφράσεις: σώβρακο
σώβρακο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
underpants, pants, briefs, drawers, trunks
σώβρακο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
calzoncillos, ropa interior, los calzoncillos, bragas, calzoncillo
σώβρακο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterhose, Unterhose, Unterhosen, Hose, Hosen
σώβρακο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
slip, culotte, caleçon, slips, caleçons
σώβρακο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mutande, le mutande, mutandine, slip, underpants
σώβρακο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ceroulas, abaixo, cuecas, calcinhas, cueca, underpants, calcinha
σώβρακο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderbroek, onderbroeken, ondergoed, underpants, onderbroekje
σώβρακο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трусы, подштанники, кальсоны, трусов, кальсон, трусов в
σώβρακο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
underbukser, underbukse, bukser, underbuksa, undertøy
σώβρακο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
underbyxor, kalsonger, kalsongerna, byxorna, underpants
σώβρακο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alushousut, alushousujen, pikkuhousut, Kalsari, alushousuja
σώβρακο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
underbukser, underbenklæder, Herreundertoj, trusser, underbukserne
σώβρακο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spodky, slipy, kalhotky, spodků, trenky
σώβρακο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
slipy, kalesony, majtki, Underpants, slipów
σώβρακο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alsónadrág, -alsónadrág, fehérnemű, alsónadrágokat
σώβρακο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
külot, slip, külotlar, underpants, iç çamaşırı
σώβρακο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
труси, боягузи
σώβρακο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
brekë, linjta
σώβρακο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трус, долни гащи, гащи, слипове, бельото, долни гащета
σώβρακο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трусы, баязліўцы, майткі
σώβρακο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aluspüksid, aluspükse
σώβρακο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gaćice, gaće
σώβρακο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nærbuxur
σώβρακο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apatinės kelnaitės, kelnės, apatinės kelnės, kelnaitės, Apatinės
σώβρακο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apakšbikses, garās, biksītes, underpants, piegulošas
σώβρακο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гаќи, долна облека, долната облека, долна, гаќи на
σώβρακο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chiloți, chiloții, chiloti, de chiloți, chiloți de
σώβρακο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spodnjice, hlače, spodnje hlače, spodnje, underpants
σώβρακο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spodky, slipy, spodné nohavice, spodné
Τυχαίες λέξεις