Увлечение στα ελληνικά
Μετάφραση: увлечение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευλάβεια, χαρά, έκσταση, αιχμαλωτίζω, ηδονή, ευφροσύνη, αφιέρωση, εντρυφώ, ενθουσιασμός, θαυμασμός, μεταρσίωση, αιχμαλωσία, αφοσίωση, πάθος, το πάθος, πάθους, μεράκι, του πάθους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акционер στα ελληνικά - μέτοχος, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, των μετόχων
- выгул στα ελληνικά - μάντρα, paddock, περίφρακτος χώρος, πάντοκ, μαντρών
- гипотония στα ελληνικά - χαμηλός, υπόταση, υπότασης, η υπόταση, υπόταση που
- декодер στα ελληνικά - αποκωδικοποιητή, αποκωδικοποιητής, αποκωδικοποίησης, του αποκωδικοποιητή, τον αποκωδικοποιητή
Τυχαίες λέξεις
Увлечение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευλάβεια, χαρά, έκσταση, αιχμαλωτίζω, ηδονή, ευφροσύνη, αφιέρωση, εντρυφώ, ενθουσιασμός, θαυμασμός, μεταρσίωση, αιχμαλωσία, αφοσίωση, πάθος, το πάθος, πάθους, μεράκι, του πάθους
Μεταφράσεις: ευλάβεια, χαρά, έκσταση, αιχμαλωτίζω, ηδονή, ευφροσύνη, αφιέρωση, εντρυφώ, ενθουσιασμός, θαυμασμός, μεταρσίωση, αιχμαλωσία, αφοσίωση, πάθος, το πάθος, πάθους, μεράκι, του πάθους