Удваивать στα ελληνικά
Μετάφραση: удваивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- архангел στα ελληνικά - αρχάγγελος, Αρχαγγέλου, αρχάγγελο, αρχάγγελου
- блюстительница στα ελληνικά - κηδεμόνας, blyustitelnitsa
- возмутительно στα ελληνικά - εξωφρενικά, σκανδαλωδώς, outrageously, εξοργιστικά, προκλητικά
- всплеснуть στα ελληνικά - πιτσιλίζω, πλατσουρίζω, πιτσιλάω, κάνω εμετό, εξεμώ, ξερνώ, εμετό, ...
Τυχαίες λέξεις
Удваивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
Μεταφράσεις: διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού