Удлиненный στα ελληνικά
Μετάφραση: удлиненный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγάλος, μακρόστενο, επιμήκης, μακρύς, επιμήκη, επιμήκεις, επιμηκύνονται, επιμηκύνεται
Μεταφράσεις
- апостол στα ελληνικά - απόστολος, μαθητής, Αποστόλου, απόστολο, ο Απόστολος, του Αποστόλου
- водитель-лихач στα ελληνικά - καυτή μέρα, καύσωνα, scorcher, καίων, μέγας καύσων
- выпросить στα ελληνικά - να, για να, σε, για, με
- дебри στα ελληνικά - ζούγκλα, φτωχογειτονιά, λαβύρινθος, έρημος, ερημιές, άγρια φύση, wilds, ...
Τυχαίες λέξεις
Удлиненный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγάλος, μακρόστενο, επιμήκης, μακρύς, επιμήκη, επιμήκεις, επιμηκύνονται, επιμηκύνεται
Μεταφράσεις: μεγάλος, μακρόστενο, επιμήκης, μακρύς, επιμήκη, επιμήκεις, επιμηκύνονται, επιμηκύνεται