Удостоверяться στα ελληνικά
Μετάφραση: удостоверяться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξακριβωθεί, εξακριβώσει, εξακριβώσουν, διαπιστώσει, διαπιστωθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автократ στα ελληνικά - δεσποτικός, αυτοκράτορας, μονάρχης, απόλυτος μονάρχης, απολυταρχικού, αυτοκράτωρ
- влачить στα ελληνικά - τραβώ, τράβηγμα, επισύρω, έλκω, ζωγραφίζω, σέρνω, έλξη, ...
- доходчивость στα ελληνικά - σαφήνεια, ευκρίνεια, διαύγεια, σαφήνειας, τη σαφήνεια, καθαρότητα
- желёзка στα ελληνικά - αδένες, αδένων, τους αδένες, οι αδένες, αδένες που
Τυχαίες λέξεις
Удостоверяться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξακριβωθεί, εξακριβώσει, εξακριβώσουν, διαπιστώσει, διαπιστωθεί
Μεταφράσεις: διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξακριβωθεί, εξακριβώσει, εξακριβώσουν, διαπιστώσει, διαπιστωθεί