Λέξη: τρικυμία

Σχετικές λέξεις: τρικυμία

τρικυμία εν κρανίω εκφραση, τρικυμία σαίξπηρ, τρικυμία ονειροκρίτης, τρικυμία εν κρανίω, τρικυμία στέλλα, τρικυμία μάλαμας στίχοι, τρικυμία μάλαμας, τρικυμία σειρά, τρικυμία στην καρδιά μου, τρικυμία στίχοι

Συνώνυμα: τρικυμία

καταιγίδα, θύελλα, φουρτούνα

Μεταφράσεις: τρικυμία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
storm, tempest, heavy sea, a storm, a tempest
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tempestad, tormenta, borrasca, la tormenta, tormenta de, tormentas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sturm, toben, gewitter, wüten, Sturm, Gewitter, Unwetter
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assaut, tourmente, bourrasque, tempête, pluie, rager, orage, cigogne, ruée, agiter, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
procella, burrasca, tempesta, bufera, temporale, tempesta di, storm
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tormenta, temperatura, tempestade, cegonha, acometer, tempestades, storm, tempestade de, da tempestade
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stormwind, storm, onweer, de storm, stormen, bui
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
буря, шторм, взрыв, штурм, приступ, ливень, ураган, град, гроза, бесноваться, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uvær, storm, stormen, uværet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
storm, oväder, stormen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ryöppy, raivota, rajuilma, myrsky, myrskyn, storm, myrskyssä, myrskyä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
storm, uvejr, blæst, stormen, storme
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bouřka, běsnit, bouře, vichřice, nápor, zteč, déšť, útok, bouřit, zuřit, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szaleć, burzyć, nawałnica, szturmować, piorunować, sztorm, wichura, ulewa, zahuczeć, rozbijać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megrohanás, vihar, vihart, a vihar, viharban
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fırtına, storm, fırtınası, yağmur, bir fırtına
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
штурм, буря, штурмувати, бурячи, бушувати, бура, громовиця, злива, буревій
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtrëngatë, tufan, furtunë, stuhi, stuhia, stuhi e, furtuna
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
буря, бурята, бури, ураган
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
навальнiца, бура, навальніца
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
torm, maru, raju, tormi, storm, tormist
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jurišati, bura, zbrka, nevrijeme, metež, oluja, bjesnjeti, nepogoda, oluje, oluju, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stormur, stormurinn, Storm, óveður, storminn
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
procella, tempestas
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
audra, audros, lietaus, storm, griaustinis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vētra, Storm, vētras, lietus, vētru
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бурата, бура, на невреме, невреме, невремето
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
furtună, furtuna, furtuni, furtuni cu, asalt
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vihar, nevihta, nápor, storm, neurje, neurje je
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nepohoda, nápor, lejak, búrka, búrky, storm, búrke

Στατιστικά δημοτικότητας: τρικυμία

Τυχαίες λέξεις