Удочерить στα ελληνικά
Μετάφραση: удочерить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδέχομαι, υιοθετώ, υιοθετήσουν, εγκρίνει, να εγκρίνει, υιοθετούν, υιοθετήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- высадить στα ελληνικά - καθορισμένος, τοποθετώ, ξεσπώ, ξέσπασμα, έκρηξη, γη, γης, ...
- дебри στα ελληνικά - ζούγκλα, φτωχογειτονιά, λαβύρινθος, έρημος, ερημιές, άγρια φύση, wilds, ...
- енох στα ελληνικά - Ενώχ, Enoch, τον Ενώχ, ο Ενώχ, του Ενώχ
- заводь στα ελληνικά - λιμνούλα, ρεύμα, ρυάκι, πισίνα, στάσιμα νερά, τέλμα, backwater, ...
Τυχαίες λέξεις
Удочерить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδέχομαι, υιοθετώ, υιοθετήσουν, εγκρίνει, να εγκρίνει, υιοθετούν, υιοθετήσει
Μεταφράσεις: αποδέχομαι, υιοθετώ, υιοθετήσουν, εγκρίνει, να εγκρίνει, υιοθετούν, υιοθετήσει