Λέξη: εξερεύνηση

Σχετικές λέξεις: εξερεύνηση

εξερεύνηση των windows 8, εξερεύνηση του διαστήματος, εξερεύνηση των windows 7, εξερεύνηση του άρη, εξερεύνηση στον ειρηνικό ωκεανό, εξερεύνηση διαστήματος, εξερεύνηση των windows σταμάτησε να λειτουργεί, εξερεύνηση των windows xp, εξερεύνηση των windows πρόβλημα, εξερευνηση στον αμαζόνιο

Μεταφράσεις: εξερεύνηση

εξερεύνηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exploration, Browse, Explorer, exploring, explore

εξερεύνηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
exploración, la exploración, de exploración, exploración de, exploraciones

εξερεύνηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
exploration, untersuchung, Exploration, Erforschung, Erkundung, Explorations, Explorations-

εξερεύνηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
investigation, examen, exploration, reconnaissance, observation, recherche, étude, enquête, l'exploration, d'exploration, prospection

εξερεύνηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esplorazione, l'esplorazione, di esplorazione, esplorazioni, esplorare

εξερεύνηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
exploração, investigação, pesquisa, façanha, de exploração, a exploração, exploração de, exploração do

εξερεύνηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
speurtocht, speurwerk, onderzoek, verkenning, exploratie, de exploratie, verkennen

εξερεύνηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изучение, исследование, исследования, разведка, разведки

εξερεύνηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
undersøkelse, leting, utforskning, Lete, utforsking, undersøkelses

εξερεύνηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utforskning, prospektering, prospekterings, undersökning, utforska

εξερεύνηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tutkimus, tunnustelu, etsintä, tilitys, etsintään, hyödyntämiseen, etsintä-

εξερεύνηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
undersøgelse, udforskning, efterforskning, udforskningen, udforske

εξερεύνηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zkoumání, průzkum, výzkum, bádání, vyšetření, průzkumu, průzkumné

εξερεύνηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
badanie, odkrywanie, poszukiwanie, eksploracja, zgłębianie, zbadanie, poszukiwania

εξερεύνηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felderítés, kutatás, feltárása, feltárási, feltárására

εξερεύνηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
arama, keşif, araştırma, exploration, eksplorasyon

εξερεύνηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вивчення, досліджування, дослідження

εξερεύνηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
eksplorim, eksplorimit, eksplorimin, eksplorimi, eksplorimit të

εξερεύνηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проучване, изследване, проучването, изследването, изследване на

εξερεύνηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даследаванне, даследаванні, дасьледаваньне

εξερεύνηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uurimine, uurimise, uurimist, uuringu, uuringuloa

εξερεύνηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
istraživanje, istraživanja, istraživanju, istraćivanje, za istraživanje

εξερεύνηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
könnun, rannsóknir, rannsóknar-

εξερεύνηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tyrinėjimas, tirti, žvalgyba, žvalgymas, žvalgyti

εξερεύνηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izpēte, izpēti, izpētes, izpētei

εξερεύνηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
истражување, истражувања, експлоатација, истражување на, експлоатацијата

εξερεύνηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
explorare, de explorare, explorarea, explorării, explorare a

εξερεύνηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
raziskovanje, iskanje, raziskovanja, raziskovanju, za raziskovanje

εξερεύνηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prieskum, výskum, prieskumu
Τυχαίες λέξεις