Λέξη: συχνά
Σχετικές λέξεις: συχνά
συχνά ρωτώ οκταβα σταύρος ψαρουδάκης, συχνά συνώνυμο, συχνά ρωτώ στίχοι, συχνά λάθη στη χρήση της ελληνικής, συχνά επαναλαμβανόμενος πονόλαιμος, συχνά ρεψίματα, συχνά κρυολογήματα, συχνά ρωτώ, συχνά αέρια εντέρου, συχνά αέρια
Συνώνυμα: συχνά
πολλάκις, τακτικά
Μεταφράσεις: συχνά
συχνά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
frequently, often, are often, is often, commonly
συχνά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
frecuentemente, a menudo, con frecuencia, muchas veces, menudo, frecuencia
συχνά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
häufig, oft, oftmals, häufige, vielfach
συχνά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
souvent, fréquente, fréquemment, souvent des, souvent de
συχνά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spesso, volte, sovente, frequentemente
συχνά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
frequente, amiúde, frequentar, frequentemente, prole, freqüentemente, muitas vezes, frequência
συχνά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veelal, gedurig, vaak, dikwijls, menigmaal, veel, meestal, vaker
συχνά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
часто, зачастую, нередко, чаще
συχνά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ofte, ofte er, oftere, gjerne
συχνά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ofta, oftast, ofta är
συχνά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
monesti, monasti, tiuhaan, usein, ehtimiseen, on usein, yleensä, useinkaan
συχνά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hyppigt, ofte, tit, ofte er, der ofte
συχνά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
často, se často, mnohdy, často se
συχνά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
częstokroć, przeważnie, często, częściej
συχνά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyakran, sokszor, gyakrabban, gyakran a, általában
συχνά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sık sık, genellikle, sık, sıklıkla, çoğunlukla
συχνά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
часто-густо, часто, нерідко, найчастіше
συχνά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpesh, shpeshherë, shpesh të, shpesh e, shpesh i
συχνά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
често, често се, често е
συχνά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
часта
συχνά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
korduvalt, sageli, tihti, on sageli, sagedamini, tihtipeale
συχνά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
često, česti, češće, učestalo, se često, često se, je često, su često
συχνά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þrátt, oft, oft að
συχνά στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
saepe
συχνά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dažnai, dažnai yra, dažniausiai, dažniau, neretai
συχνά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bieži, bieži vien, bieži ir, nereti, bieži vien ir
συχνά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
често, често се, често пати, честопати, најчесто
συχνά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
frecvent, des, deseori, adesea, de multe ori, multe ori
συχνά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pogosto, se pogosto, velikokrat, so pogosto
συχνά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
často
Στατιστικά δημοτικότητας: συχνά
Τυχαίες λέξεις