Узел στα ελληνικά
Μετάφραση: узел, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρνω, μονάδα, στροφή, καμπυλώνεται, γραβάτα, τσουβαλιάζω, κότσος, σκύβω, σωριάζω, δέμα, δεσμίδα, δένω, φιόγκος, κόμβος, μάτσο, κόμβο, κόμβου, κόμβων, τον κόμβο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абортивный στα ελληνικά - άκαρπος, θνησιγενής, ανεπιτυχής, αποτυχών, άκαρπη
- воспитанность στα ελληνικά - αναπαραγωγή, αναπαραγωγής, εκτροφή, εκτροφής, την αναπαραγωγή
- днище στα ελληνικά - τελειώνω, τέλος, κεφάλι, διογκώνω, πάτος, ηγούμαι, κάτω μέρος, ...
- жабо στα ελληνικά - ψευτομαχητής, πιέτα, γαρνίρισμα, δαντελλένιος, κροσσός, τραχηλιά, την τραχηλιά, ...
Τυχαίες λέξεις
Узел στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρνω, μονάδα, στροφή, καμπυλώνεται, γραβάτα, τσουβαλιάζω, κότσος, σκύβω, σωριάζω, δέμα, δεσμίδα, δένω, φιόγκος, κόμβος, μάτσο, κόμβο, κόμβου, κόμβων, τον κόμβο
Μεταφράσεις: γέρνω, μονάδα, στροφή, καμπυλώνεται, γραβάτα, τσουβαλιάζω, κότσος, σκύβω, σωριάζω, δέμα, δεσμίδα, δένω, φιόγκος, κόμβος, μάτσο, κόμβο, κόμβου, κόμβων, τον κόμβο