Λέξη: συνταρακτικός

Σχετικές λέξεις: συνταρακτικός

συνταρακτικός συνωνυμο

Συνώνυμα: συνταρακτικός

δραματικός, αισχρός, αηδής, ανήκουστος, σκανδαλιστικός, συγκλονιστικός, ζωηρός, ηχηρός

Μεταφράσεις: συνταρακτικός

συνταρακτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stirring, shocking, resounding, dramatic

συνταρακτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chocante, escandaloso, impactante, sorprendente, impactantes

συνταρακτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rührend, schockierend, schockierende, schockierenden, schockierender

συνταρακτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
panachage, mélange, malaxage, choquant, choquante, choquantes, choquants, scandaleux

συνταρακτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scioccante, sconvolgente, scioccanti, shocking, impressionante

συνταρακτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chocante, chocantes, choque, surpreendente, chocando

συνταρακτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schokkend, stuitend, schokkende, schokken, het schokken

συνταρακτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
помешивание, взбалтывание, животрепещущий, деятельный, волнующий, активный, отвратительный, потрясающий, шокирует, шокирующим, шокирующие

συνταρακτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sjokkerende, rystende

συνταρακτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
chockerande, upprörande, shocking, chock, stöt

συνταρακτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
innostava, järkyttävä, järkyttävää, järkyttäviä, järkyttävän

συνταρακτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
chokerende, rystende

συνταρακτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
míchání, skandální, šokující, otřesné, šokuje

συνταρακτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mieszanie, wstrząsający, oburzający, szokujące, szokująca, szokujący

συνταρακτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
izgalmas, megdöbbentő, sokkoló, megrázó, döbbenetes, meghökkentő

συνταρακτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şok edici, şok, şok edici bir, şaşırtıcı, sarsıcı

συνταρακτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
помішування, огидний, найогидніший, огидне

συνταρακτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tronditës, tronditëse, shokuese, shokues

συνταρακτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скандален, ужасно, шокиращо, шокираща, шокиращи

συνταρακτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
агідны, абрыдлівае, агіднае, жахлівае

συνταρακτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sütitav, šokeeriv, šokeerivad, šokeerivat, šokeeriva

συνταρακτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šokantan, šokantno, šokantna, šokantne, šokantni

συνταρακτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
átakanlegum, átakanlegt, áfall, Átakanlegur, sláandi

συνταρακτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šokiruojantis, šokiruoja, šokiruojanti, šokiruojančio, šokiruojantys

συνταρακτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
satriecošs, šokējoši, šokējošs, šokējoša

συνταρακτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шокантна, шокантен, шокантно, Шокантната, шокантни

συνταρακτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
șocant, socant, șocantă, șocante, socanta

συνταρακτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
šokantna, šokantno, šokanten, pretresljivo, šokantne

συνταρακτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rušný, škandalózne, škandálne, škandál, škandalózny, škandálny
Τυχαίες λέξεις