Указатель στα ελληνικά
Μετάφραση: указатель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κέρσορας, παραδίνω, αναφορά, αναγωγή, βέργα, βέλος, δείκτης, ημερολόγιο, βαθμός, πίνακας, σημαίνω, χέρι, κρίκος, φλας, συνδέω, καταχωρώ, δείκτη, δείκτη του, δείκτης του, το δείκτη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взвить στα ελληνικά - σηκώνω, ανατρέφω, αναστηλώνω, υψώνω, vzvit
- водосброс στα ελληνικά - αύλαξ πλεονάζοντος ύδατος δεξαμενής, υπερχειλιστή, υπερχείλιση, υπερχειλιστής, του υπερχειλιστή
- воскресение στα ελληνικά - αναζωογόνηση, αναβίωση, ανάσταση, επιστροφή, ανάστασης, την ανάσταση, ανάστασή, ...
- гематома στα ελληνικά - αιμάτωμα, αιματώματος, του αιματώματος, αιματώματα, το αιμάτωμα
Τυχαίες λέξεις
Указатель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κέρσορας, παραδίνω, αναφορά, αναγωγή, βέργα, βέλος, δείκτης, ημερολόγιο, βαθμός, πίνακας, σημαίνω, χέρι, κρίκος, φλας, συνδέω, καταχωρώ, δείκτη, δείκτη του, δείκτης του, το δείκτη
Μεταφράσεις: κέρσορας, παραδίνω, αναφορά, αναγωγή, βέργα, βέλος, δείκτης, ημερολόγιο, βαθμός, πίνακας, σημαίνω, χέρι, κρίκος, φλας, συνδέω, καταχωρώ, δείκτη, δείκτη του, δείκτης του, το δείκτη