Λέξη: στρες

Σχετικές λέξεις: στρες

στρες και αρρυθμιες, στρες και ανοσοποιητικο, στρες και εντερο, στρες συνωνυμα, στρες αγχος συμπτωματα, στρες και υπερταση, στρες και συχνοουρια, στρες και ταχυκαρδια, στρες πονοκεφαλος, στρες εκο, αγχος στρες, αγχος

Συνώνυμα: στρες

άγχος, πίεση, έμφαση, ζόρι, ένταση

Μεταφράσεις: στρες

στρες στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stress, of stress

στρες στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estrés, recalcar, acentuar, tensión, el estrés, de estrés, la tensión

στρες στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spannung, betonen, betonung, unterstreichen, belastung, beanspruchung, Stress, Belastung, Spannung, Beanspruchung

στρες στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pression, accentuer, accent, vigoureusement, énergiquement, stress, accentuation, tension, balisage, souligner, contrainte, le stress, de stress, effort

στρες στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pressione, sottolineare, stress, lo stress, sforzo, di stress, sollecitazione

στρες στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fortificar, pressão, recalcar, sublinhar, esforçar, reforçar, força, acentuar, stress, estresse, tensão, o estresse, esforço, o stress

στρες στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
accentueren, beklemtonen, spanning, klemtoon, nadruk, belasting

στρες στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подчеркнуть, стресс, нажим, акцент, акцентировать, напряжение, подчеркивать, ударение, давление, натиск, стресса, напряжений, стрессом

στρες στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ettertrykk, understreke, betone, betoning, trykk, stress, stresset, belastning, spenning

στρες στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spänning, stress, betona, accent, påfrestning, tryck, stressen, spännings, belastning

στρες στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuormitus, rasitus, stressi, tähdentää, korostaa, painopiste, painottaa, jännitys, sivupuristus, paino, stressiä, stressin, stressistä

στρες στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tryk, betoning, stress, belastning, understrege, spænding

στρες στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pnutí, napětí, napjatost, akcent, přízvuk, důraz, nápor, zdůrazňovat, tlak, zdůraznit, akcentovat, podtrhnout, stres, namáhání, stressu

στρες στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
naciskać, napięcie, akcent, zaakcentować, stres, podkreślać, ciśnienie, naprężenie, wypunktować, akcentować, nacisk, stresu, naprężenia

στρες στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
stressz, feszültség, a stressz, stresszt

στρες στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
stres, gerilme, stresi, stresin, gerilmesi

στρες στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
напруження, натиск, тиск, тиснення, стрес, стресс

στρες στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
stres, stresi, stresit, e stresit, stresin

στρες στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
давление, стрес, стреса, напрежение, на стреса, на стрес

στρες στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стрэс

στρες στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
stress, pinge, rõhutama, stressi, rõhutada, stressiga

στρες στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
naprezanje, važnost, pritisnuti, naglasak, napon, stres, stresa, stresom, otpornosti na stres, stresni

στρες στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
streitu, streita, álag, álagi

στρες στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
accentus

στρες στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
akcentuoti, stresas, streso, stresą, įtampa, įtempių

στρες στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzsvērt, uzsvars, akcents, stresa, stress

στρες στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стрес, стресот, на стресот, на стрес

στρες στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
accentua, stres, stresul, stresului, de stres, stress

στρες στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tlak, stres, stresa, stress, stresni, izjemnih situacij

στρες στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dôraz, tlak, stres, stresu

Στατιστικά δημοτικότητας: στρες

Τυχαίες λέξεις