Λέξη: λυγίζω

Σχετικές λέξεις: λυγίζω

λυγίζω συνωνυμο, δεν λυγίζω, λυγίζω in english, λυγίζω στα αγγλικά, λυγίζω συνώνυμα

Συνώνυμα: λυγίζω

κλίνω, κάμπτω

Μεταφράσεις: λυγίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flex, inflect
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encorvarse, flexible, declinar, torcer, conjugar, modular, crepitado
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
biegen, beugen, netzkabel, flektieren, inflect, flektiert, zu beugen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plier, courber, couder, replier, infléchir, incurver, ployer, bander, flexible, voûter, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
flettere, piegare, declinare, inflettersi, flettersi, inflect
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inflectir, flexionar, flexione, flexiono, modular
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
buigen, verbuigen, inflect
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гнуть, шнур, сгибать, пружинить, склоняются, склонять, вогнуть
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bøye, bøyes, modulere, inflect
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
böja, inflect
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taivuttaa, joustaa, taivuta, taivuttaa yksikössä olevan, taivuttaa yksikössä, taipuvat
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svinge, bøje, bøjes, flektere
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
napnout, ohýbat, pokrčit, ohnout, ohebný, skloňovat, skloňují, se skloňují, se skloňovat
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
napinać, zginać, odmieniać, odmieniają się, inflect, modulować, alterować
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elgörbít, ragoz
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bükmek, eğmek, çekmek, kıvırmak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зігніться, гнути, гнуть
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndryshoj, moduloj, eptoj, zgjedhoj, lakoj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спрягам, спрягат, извивам навътре, скланям, вгъвам
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нiтка, гнуць, хіліць, цягнуць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juhe, painutamine, painutama, Painutada
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
savijati, pregibati, saviti, sklanjati, povija, izmjenjati, modulirati
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
inflect
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lenktis, linksniuoti, išlenkti, lenkti, asmenuoti, kaityti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
liekt, liekties, locīt
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
модулирам, флексија
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
refracta, modula, supus flexiunii, curba, fi supus flexiunii
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pregibajo, modulirajo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skloňovať
Τυχαίες λέξεις