Указывающий στα ελληνικά

Μετάφραση: указывающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οδηγία, στίξη, κατάδειξης, δείχνει, που δείχνει, δείχνοντας
Указывающий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • банкоброш στα ελληνικά - bankobrosh
  • бесценный στα ελληνικά - ανεκτίμητος, ανεκτίμητη, ανεκτίμητο, ανεκτίμητα, ανεκτίμητης αξίας
  • вгибать στα ελληνικά - σκύβω, καμπυλώνεται, γέρνω, στροφή, vgibat
  • гальванопокрытие στα ελληνικά - ηλεκτρολυτικής, επιμετάλλωση, ηλεκτρολυτική, ηλεκτρόλυση, με ηλεκτρόλυση
Τυχαίες λέξεις
Указывающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οδηγία, στίξη, κατάδειξης, δείχνει, που δείχνει, δείχνοντας