Укладывать στα ελληνικά

Μετάφραση: укладывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκαθίσταμαι, περιζώνω, ενσωματώνω, συμπεραίνω, φτιάχνω, στρώνω, κοσμικός, κανονίζω, κάνω, φυλάω, κατασκευάζω, χτυπώ, μπήγω, εξαναγκάζω, τελειώνω, συμπεραίνομαι, πακέτο, συσκευασία, συσκευασίας, pack, το πακέτο
Укладывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автотрасса στα ελληνικά - αυτοκινητόδρομο, αυτοκινητόδρομος, αυτοκινητοδρόμων, αυτοκινητοδρόμου, αυτοκινητόδρομου
  • гашение στα ελληνικά - εξαφάνιση, ακύρωση, αφανισμός, απόσβεση, σβήσιμο, σβέσης, σβέση, ...
  • денис στα ελληνικά - Denis, Ντένις, Ο Denis, τον Denis, του Denis
  • жалящий στα ελληνικά - παραδόπιστος, δηκτικός, τσούξιμο, τσιμπήματος, τσίμπημα, το τσίμπημα
Τυχαίες λέξεις
Укладывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκαθίσταμαι, περιζώνω, ενσωματώνω, συμπεραίνω, φτιάχνω, στρώνω, κοσμικός, κανονίζω, κάνω, φυλάω, κατασκευάζω, χτυπώ, μπήγω, εξαναγκάζω, τελειώνω, συμπεραίνομαι, πακέτο, συσκευασία, συσκευασίας, pack, το πακέτο