Λέξη: κόκορας

Σχετικές λέξεις: κόκορας

κόκορας κοκκινιστός, κόκορας με χυλοπίτες, κόκορας στολές, κόκορας συνταγές, κόκορας κρασάτος, κόκορας ονειροκρίτης, κόκορας στα αγγλικά, κόκορας κοκκινιστό, κόκορας λεμονάτος, κόκορας στον φυλακούρη

Συνώνυμα: κόκορας

αλέκτωρ, κόκορας όπλου, λύκος πυροβόλου, στρόφιγξ, πετεινός, είδος μικρής όρνιθας

Μεταφράσεις: κόκορας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cock, rooster, his cock, her cock
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pene, grifo, gallo, polla, verga, la polla
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pimmel, gockel, schwanz, hahn, vogelmännchen, sperrhahn, absperrhahn, Hahn, Schwanz
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
redresser, pénis, armer, gâchette, relever, robinet, dresser, coq, bite, queue, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rubinetto, gallo, cazzo, cock, rubinetto di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
galo, torneira, pênis, pau, torneira de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
haan, tap, kraan, jongeheer, snikkel, pik, leuter, lul, cock, doffer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шпонка, затычка, взводить, кочет, насторожиться, коновод, петух, кран, стрелка, курок, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hane, kuk, pikken, kranen, cock
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kran, tupp, cock, kuk, kranen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kukko, hana, kalu, cock, kullia
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hane, pik, hanen, cock
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
penis, ventil, kohout, vzpřímit, kohoutek, napřímit, vztyčit, cock, kohoutu, kohouta
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podnosić, korzeń, kogut, fiut, młot, kopica, wyprostować, penis, kurek, kutas, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kakas, baromság, csap, faszt, farkát, cock
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
horoz, musluk, kuyruk, cock, bir horoz, musluğu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
самець, коновод, півень, вожак, ватажок, зводити, петух
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjel, kar, këndes, karin, karin e, cock, gjeli të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хуй, кур, петел, пее, кран, кура
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
певень, петух
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kallutama, isaslind, kukk, Cock, riista, Peeniserõngad, kraan
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oroz, slavina, kurac, ventil, kokot, vjetrokaz, penis, pijetao, penis je, cock
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hani, Cock
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gaidys, čiaupas, cock, kranas, gaidžiui
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gailis, tēviņš, krāns, ventilis, krānu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
петел, кур, курот, петелот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coco, cocoş, cocoș, penisul, penis, cocos, robinet
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
penis, cock, petelin, kurac, pipa, tiča
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
penis, kohút, kohútik, ventil

Στατιστικά δημοτικότητας: κόκορας

Τυχαίες λέξεις