Уклончивость στα ελληνικά
Μετάφραση: уклончивость, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρονοτριβή, υπεκφυγή, υπεκφυγές, αναβολές, υπεκφυγών, δικολαβισμός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вегетационный στα ελληνικά - βλάστηση, βλάστησης, της βλάστησης, τη βλάστηση, η βλάστηση
- ведренный στα ελληνικά - πρόστιμο, αίθριος, φίνος, ψιλή, Vedren
- живучесть στα ελληνικά - εμμονή, επιμονή, ζωτικότητα, ζωής, ζωντάνια, ζωτικότητας, τη ζωτικότητα
- заблаговременный στα ελληνικά - προκαταρκτικός, καίριος, νωρίς, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές
Τυχαίες λέξεις
Уклончивость στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρονοτριβή, υπεκφυγή, υπεκφυγές, αναβολές, υπεκφυγών, δικολαβισμός
Μεταφράσεις: χρονοτριβή, υπεκφυγή, υπεκφυγές, αναβολές, υπεκφυγών, δικολαβισμός