Украсить στα ελληνικά

Μετάφραση: украсить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακοσμώ, στολίζω, λουσάρω, κομψός, κλαδεύω, ψαλιδίζω, καλλωπίζω, κουρεύω, κοσμώ, διακοσμούν, διακοσμήσετε, διακοσμήσει, κοσμούν, στολίζουν
Украсить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брод στα ελληνικά - πέρασμα, περαστικός, Ford, της Ford, η Ford, τη Ford
  • вареный στα ελληνικά - βραστό, βρασμένο, βραστά, βρασμένα, βράζεται
  • всмотреться στα ελληνικά - παρακολουθώ, ρολόι, βλέπω, φρουρά, ομότιμων, ομοτίμους, ομότιμη, ...
  • завеса στα ελληνικά - εξετάζω, κλάπα, αυλαία, κουρτίνα, πέπλος, κουρτίνας, παραπέτασμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Украсить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακοσμώ, στολίζω, λουσάρω, κομψός, κλαδεύω, ψαλιδίζω, καλλωπίζω, κουρεύω, κοσμώ, διακοσμούν, διακοσμήσετε, διακοσμήσει, κοσμούν, στολίζουν