Украшение στα ελληνικά
Μετάφραση: украшение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στολισμός, ντύσιμο, αμφίεση, δέσιμο, διακόσμηση, διακόσμησης, τη διακόσμηση, διάκοσμο, διακοσμήσεων
Μεταφράσεις
- бесполезность στα ελληνικά - ματαιότητα, αχρηστία, αχρηστίας, έλλειψη χρησιμότητας, δεν χρησιμεύει πλέον
- волынка στα ελληνικά - πίπα, αυλός, σωλήνας, γκάιντα, γκάιντες, bagpipes, οι γκάιντες, ...
- жених στα ελληνικά - γαμπρός, ιπποκόμος, γαμπρό, γαμπρού, του γαμπρού, ο γαμπρός
- жулье στα ελληνικά - απατεώνες, απατεώνων, rogues, των απατεώνων, οι απατεώνες
Τυχαίες λέξεις
Украшение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στολισμός, ντύσιμο, αμφίεση, δέσιμο, διακόσμηση, διακόσμησης, τη διακόσμηση, διάκοσμο, διακοσμήσεων
Μεταφράσεις: στολισμός, ντύσιμο, αμφίεση, δέσιμο, διακόσμηση, διακόσμησης, τη διακόσμηση, διάκοσμο, διακοσμήσεων