Λέξη: φωλιά

Σχετικές λέξεις: φωλιά

φωλιά του τσανγκ, φωλιά παρμεζάνας, φωλιά του κούκου, φωλιά του κόκκορα, φωλιά παιανία, φωλιά του παιδιού, φωλιά θεσσαλονίκη, φωλιά τερμιτών, φωλιά του χελιδονιού, φωλιά χελιδονιού

Συνώνυμα: φωλιά

τρώγλη, φωλιά θηρίου, λημέρι, κρυσφύγετο, ιδιαίτερο δωμάτιο, σετ

Μεταφράσεις: φωλιά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nest, lair, den, the nest, roost
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nido, jerarquía, nido de, nidos, anidan
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nest, Nest, nisten, Nestes
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
patelin, série, inclure, nichée, airer, nid, nichent, nids, nicher, le nid
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nido, nidificano, nido di, nidificare, nest
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nervoso, ninho, ninho de, ninhos, aninhar, do ninho
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nest, nestelen, nesten, nest van, het nest
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гнездиться, гнездышко, гнездо, гнездоваться, заводиться, притон, выводок, гнёздышко, гнезда, гнездятся, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
reir, hekker, nest, reiret, rede
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
näste, fågelbo, bo, nest, boet, bygga bo, häckar
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pesä, ahjo, pesäpaikka, pesäke, kolo, pesän, nest, pesivät, pesässä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rede, reden, nest, indlejre, yngler
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hnízdo, sada, hnízdit, vkládat, hnízdí, hnízda, nest, vnořit
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
siedlisko, gnieździć, gniazdować, komplet, włączać, zagnieździć, seria, gnieżdżenie, gniazdo, grupa, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fészek, fészket, fészekben, fészke, fészkelnek
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yuva, Nest, yuvası, iç içe, içe
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гніздо, кубло, гнездо, гнізда
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fole, çerdhe, foleja, fole të, fole e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гнездо, гнездото, гнездят, гнездото си
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гняздо, гнездо
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pesa, pesitsema, pesas, pesast, nest, pesitsevad
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uklopiti, ugraditi, gnijezdo, gnijezde, gnijezda, gnijezdi, nest
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hreiður, Nest, verpa, samtals verpa
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cubile
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lizdas, gūžta, Nest, lizdą, lizdus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ligzda, kaktiņš, ligzdu, ligzdo, ligzdot
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гнездото, гнездо
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cuib, cuibul, cuib de, un cuib, nest
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gnezdo, nest, gnezda, gnezdijo, gnezdi
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hniezdo, nest, hnízdo, hniezda

Στατιστικά δημοτικότητας: φωλιά

Τυχαίες λέξεις