Уличение στα ελληνικά

Μετάφραση: уличение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκθεση, αποκάλυψη, ενοχοποίηση, ποινικοποίηση, ενοχοποίησης, την ποινικοποίηση, επιβαρυντικά για
Уличение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бекас στα ελληνικά - μπεκατσίνι, βαλτομπεκάτσα, σκολόπαξ, μπεκάτσα, μπεκατσινιού, σκολοπακίδων
  • ботаник στα ελληνικά - βοτανολόγος, βοτανολόγο, βοτανολόγου, βοτανικός, ο βοτανολόγος
  • восполнять στα ελληνικά - κατασκευάζω, φτιάχνω, ολοκληρώνω, περατώνω, παροχή, ολόκληρος, χορήγηση, ...
  • выбитый στα ελληνικά - έγκοιλο
Τυχαίες λέξεις
Уличение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκθεση, αποκάλυψη, ενοχοποίηση, ποινικοποίηση, ενοχοποίησης, την ποινικοποίηση, επιβαρυντικά για