Βούληση στα αγγλικά

Μετάφραση: βούληση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
volition, will, willingness, desire, intention
Βούληση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: βούληση

will
  • βούληση
  • θέληση
  • διαθήκη
volition
  • θέληση
  • βούληση

Σχετικές λέξεις: βούληση

δικαιοπρακτική βούληση, βούληση περίθαλψης εν αδυναμία, ελεύθερη βούληση, κατά βούληση, βούληση για δύναμη, βούληση λεξικό γλώσσας αγγλικά, βούληση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • βουτώ στα αγγλικά - dive, plunge, pinch, steal, dip, immerse, submerse, ...
  • βούλα στα αγγλικά - bull, seal, spot, dot, Voula, Point awarded
  • βούρτσα στα αγγλικά - brush, a brush
  • βούτυρο στα αγγλικά - butter, of butter, butter is
Τυχαίες λέξεις
Βούληση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: volition, will, willingness, desire, intention