Улучшить στα ελληνικά
Μετάφραση: улучшить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταρρύθμιση, μεταρρυθμίζω, ανασχηματισμός, βελτιώνω, βελτιώνομαι, αναβαθμίζω, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ванна στα ελληνικά - μπάνιο, μπανιέρα, σαπιοκάραβο, λουτρό, μπανιέρα με
- вольфрам στα ελληνικά - βολφράμιο, βολφραμίου, του βολφραμίου, το βολφράμιο
- данные στα ελληνικά - ύλη, δεδομένα, μαρτυρία, διάβασμα, στοιχεία, απόδειξη, αποδείξεις, ...
- донашиваться στα ελληνικά - αποκτώ, παίρνω, φοράει, φορά, φθείρεται, φθείρει, εξασθενεί
Τυχαίες λέξεις
Улучшить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταρρύθμιση, μεταρρυθμίζω, ανασχηματισμός, βελτιώνω, βελτιώνομαι, αναβαθμίζω, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Μεταφράσεις: μεταρρύθμιση, μεταρρυθμίζω, ανασχηματισμός, βελτιώνω, βελτιώνομαι, αναβαθμίζω, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν