Λέξη: κερδοσκοπία

Σχετικές λέξεις: κερδοσκοπία

κερδοσκοπία προθεσμίας, κερδοσκοπία του έλληνα πρωθυπουργού σε βάρος της χώρας του, κερδοσκοπία συνώνυμο, κερδοσκοπία στην αγορά συναλλάγματος, κερδοσκοπία αντί ενημέρωσης, υποτιμητική κερδοσκοπία, κερδοσκοπία συνώνυμα, εξισορροπητική κερδοσκοπία

Συνώνυμα: κερδοσκοπία

προβληματισμός, σκέψη, θεωρία, μελέτη

Μεταφράσεις: κερδοσκοπία

κερδοσκοπία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
speculation, speculative, profiteering, profiting

κερδοσκοπία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
especulación, la especulación, especulaciones, especulación de, las especulaciones

κερδοσκοπία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vermutung, rätselraten, spekulation, mutmaßung, Spekulation, Spekulationen, Spekulations, spekuliert

κερδοσκοπία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
méditation, réflexion, contemplation, conjectures, spéculation, supposition, conjecture, la spéculation, spéculations, des spéculations, les spéculations

κερδοσκοπία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
speculazione, speculazioni, la speculazione, ipotesi, le speculazioni

κερδοσκοπία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
especulação, especulações, a especulação, especulação de, especulações de

κερδοσκοπία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gissing, speculatie, speculaties, gespeculeerd, de speculatie, speculatie te

κερδοσκοπία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
умствование, размышление, умозрение, соображение, предположение, спекуляция, теория, сделка, гешефт, афера, догадка, рассуждение, спекуляции, спекуляций

κερδοσκοπία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spekulasjon, spekulasjoner, spekulasjoner om, spekulasjonene

κερδοσκοπία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spekulation, spekulationer, spekulationer om, spekulationen

κερδοσκοπία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pohdiskelu, riski-investointi, oletus, arvailu, arvelu, pohdinta, keinottelu, spekulointia, keinottelun, spekulaatiota, keinottelua

κερδοσκοπία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spekulation, spekulationer, spekulationer om, spekulationen

κερδοσκοπία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spekulace, spekulování, přemýšlení, hloubání, spekulací, spekulaci

κερδοσκοπία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spekulacja, myślenie, rozważanie, geszeft, rozmyślanie, domysł, spekulacje, spekulacji, spekulacją

κερδοσκοπία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
spekuláció, a spekuláció, spekulációt, spekulációk

κερδοσκοπία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tahmin, spekülasyon, spekülasyonlar, spekülasyonu, spekülasyonları, bir spekülasyon

κερδοσκοπία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
теорія, гадка, припущення, спекуляція

κερδοσκοπία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
spekulim, spekulime, spekulimet, spekullim, spekullime

κερδοσκοπία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спекулация, спекулации, спекулациите, спекулацията

κερδοσκοπία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спекуляцыя, спэкуляцыя

κερδοσκοπία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arutlus, spekulatsioon, spekulatsioone, spekuleerimise, spekuleerimist, spekulatsiooni

κερδοσκοπία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
špekulacija, razmatranje, spekulacija, nagađanja, spekulacije, špekulacije

κερδοσκοπία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tilgáta, vangaveltur, vangaveltur um, spákaupmennska

κερδοσκοπία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spekuliacija, spekuliacijos, spekuliacijų, spekuliavimas

κερδοσκοπία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spekulācija, spekulācijas, spekulāciju, spekulācijām

κερδοσκοπία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шпекулации, шпекулациите, шпекулација, шпекулацијата, шпекулации во

κερδοσκοπία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
speculație, speculații, speculațiile, speculațiilor, speculatii

κερδοσκοπία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
špekulacije, špekulacija, spekulacija, špekulacij

κερδοσκοπία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
špekulácie, špekulácií, špekulácia, špekuláciám, spekulacie
Τυχαίες λέξεις