Умело στα ελληνικά
Μετάφραση: умело, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανά, επιδέξια, ικανώς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аскорбиновый στα ελληνικά - ασκορβικό, ασκορβικού, το ασκορβικό, του ασκορβικού, -ασκορβικό
- выкрасть στα ελληνικά - βουτώ, κλέβω, για να, να, σε, για, με
- деревенский στα ελληνικά - πατρίδα, χώρα, αγροτικός, εξοχή, χώρας, χωρών, τη χώρα, ...
- житейский στα ελληνικά - ζωτικός, ουσιώδης, καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές
Τυχαίες λέξεις
Умело στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανά, επιδέξια, ικανώς
Μεταφράσεις: ικανά, επιδέξια, ικανώς