Умелый στα ελληνικά

Μετάφραση: умелый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλός, φωνή, αποτελεσματικός, αγαθός, έντεχνος, γερός, επιτήδειος, ικανός, αποδοτικός, ήχος, έμπειρος, έμπειρους, ειδικευμένους, εξειδικευμένο, ειδικευμένο
Умелый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • арифмометр στα ελληνικά - κομπιουτεράκι, προσθέτοντας, προσθήκη, την προσθήκη, προσθήκης, πρόσθεση
  • библиотека στα ελληνικά - βιβλιοθήκη, βιβλιοθήκης, της βιβλιοθήκης, βιβλιοθηκών, η βιβλιοθήκη
  • высказаться στα ελληνικά - διατυπώνω, εκφράζω, μιλούν, μιλήσουν, μιλήσει, μιλήσουμε, εκφραστούν
  • дремотный στα ελληνικά - νυσταγμένος, μαχμουρλής, μισοκοιμισμένος, υπνηλία, υπνηλίας, προκαλεί υπνηλία, νυσταγμένοι
Τυχαίες λέξεις
Умелый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλός, φωνή, αποτελεσματικός, αγαθός, έντεχνος, γερός, επιτήδειος, ικανός, αποδοτικός, ήχος, έμπειρος, έμπειρους, ειδικευμένους, εξειδικευμένο, ειδικευμένο