Λέξη: τσιράκι
Σχετικές λέξεις: τσιράκι
τσιράκι ετυμολογία
Συνώνυμα: τσιράκι
κόλακας, ευνοούμενος
Μεταφράσεις: τσιράκι
τσιράκι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
collaborator, underling, minion, apprentice
τσιράκι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
subordinado, esbirro, secuaz, siervo, minion
τσιράκι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kuli, Günstling, minion, Schergen, Untergebenen, Lakai
τσιράκι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
subalterne, collaborateur, coolie, subordonné, administré, inférieur, serviteur, favori, laquais, séide, minion
τσιράκι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tirapiedi, seguace, minion, servitore, seguace che
τσιράκι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
favorito, escravo, Minion, sequaz, assecla
τσιράκι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gunsteling, mignon, minion, van Minion, minion van
τσιράκι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соавтор, сотрудник, миньон, фаворит, баловень, миньона, любимец
τσιράκι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
minion, undersåtter, av undersåtter, undersått, Minions
τσιράκι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
medarbetare, skyddsling, Minion, gunstling, undersåte
τσιράκι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kumppani, kätyri, työtoveri, juoksupoika, Minion, hännystelijä, käskyläinen, Minionin
τσιράκι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Minion, håndlanger, håndlangere
τσιράκι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spolupracovník, kolaborant, podřízený, oblíbenec, minion, přisluhovač, vyslanec, nohsled
τσιράκι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sługa, współpracownik, kolaborant, sługus, ulubieniec, minion, sługą
τσιράκι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kollaboráns, kegyenc, minion, kegyence, talpnyaló
τσιράκι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
köle, minion, dalkavuk, kölesi, minion denen
τσιράκι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
слабе, слабке, співпрацівник, співробітник, міньйон, міньон, миньон
τσιράκι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njeri i përkëdhelur, Minion, germa, pasues i bindur, germa të vogla
τσιράκι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
креатура, Любимеца, фаворит, Любимецо, Minion
τσιράκι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Міньён, мін'ён
τσιράκι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaasalööja, koolaborant, kaasajooksik, alluv, favoriit, Minion, käsilane, Hännystelijä, armualune
τσιράκι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
suradnika, sudionik, suradnik, miljenik, mezimac, Sluga, ljubimac
τσιράκι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Minion
τσιράκι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bendradarbis, pakalikas, favoritas, Minion, Ulubieniec, kreatūra
τσιράκι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mīlulis, minjons, favorīts, Minion
τσιράκι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
креатура
τσιράκι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
creatură, minion, favorit, răsfățat, lingău
τσιράκι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kolaborant, Najljubši, Miljenik, Minion
τσιράκι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spolupracovník, poddaný, kolaborant, obľúbenec, obľúbencom, idolom
Τυχαίες λέξεις