Умение στα ελληνικά

Μετάφραση: умение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κολάι, επιστήμη, κύρος, επιδεξιότητα, καπάτσος, φιλοτεχνία, τεχνική, πανουργία, δύναμη, τέχνη, σκάφος, πονηρός, εξουσία, ικανότητα, αρμοδιότητα, αποτελεσματικότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
Умение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бегунья στα ελληνικά - αθλητής, δρομέας, δρομέα, συμμετέχων, runner, ολισθητήρα
  • вагонетка στα ελληνικά - φορτηγό, κούρσα, βαγόνι, άμαξα, καροτσάκι, τρόλεϊ, άμαξας, ...
  • ватин στα ελληνικά - παραγέμισμα, κτύπημα με ρόπαλο, κτυπήσει, να κτυπήσει, batting, χτυπημάτων
  • выделка στα ελληνικά - άρθρο, κατασκευάζω, σάλτσα, ντύσιμο, επιδέσμου, dressing, επίδεσμος
Τυχαίες λέξεις
Умение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κολάι, επιστήμη, κύρος, επιδεξιότητα, καπάτσος, φιλοτεχνία, τεχνική, πανουργία, δύναμη, τέχνη, σκάφος, πονηρός, εξουσία, ικανότητα, αρμοδιότητα, αποτελεσματικότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά