Λέξη: εξελικτικός

Σχετικές λέξεις: εξελικτικός

εξελικτικός προγραμματισμός, εξελικτικός και επίμονος τραυλισμός, εξελικτικόσ τραυλισμόσ, εξελικτικός σοσιαλισμός, εξελικτικός σημασία, εξελικτικός υπολογισμός, εξελικτικός αλγόριθμος

Μεταφράσεις: εξελικτικός

εξελικτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
evolutionary, evolutional, evolving, an evolutionary, evolutionist

εξελικτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
evolutivo, evolutiva, evolucional

εξελικτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Evolutions, evolutionäre, evolutional, evolutionären, evolutionärer

εξελικτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
évolutif, évolutionnel, evolutional, évolutive, évolutionnaire

εξελικτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riguardante l'evoluzione, evolutivo, evolutiva, evolutivi, evolutional

εξελικτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
evolutivo, evolutiva, evolutivos, evolutivas

εξελικτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
evolutisch, evolutionaire, evolutieve, evolutief, evolutionair

εξελικτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эволюционный, эволюционная, эволюционное, эволюционно, эволюционной

εξελικτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
evolutional

εξελικτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
evolutionärt

εξελικτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kehitysopillinen, lajikehityksellisen, on lajikehityksellisen

εξελικτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
evolutional, evolutionshistorie

εξελικτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vývojový, vývojové, evoluční, vývojovým

εξελικτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ewolucyjny, rozwojowy, ewolucyjna, rozwojowa, ewolucyjną

εξελικτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
evolúciós, fejlődési, fejlődéstörténeti, evolúciójának

εξελικτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
evrimsel, evrimleşme, olduğu evrimsel, evrimleşme dereceleri

εξελικτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
еволюційний

εξελικτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
evolucionar

εξελικτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
еволюционен, еволюционно, еволюционна, еволюционната, еволюционното

εξελικτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эвалюцыйны

εξελικτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
evolutsiooniline, evolutsioonilise, evolutsiooni-, evolutsioonilisest, evolutsioonilisi

εξελικτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
evolucijski, evolucijska, jedini evolucijski

εξελικτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
evolutional

εξελικτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
evoliucinis, evoliucinė, evoliucinį, Evoliucijos, Plečiasi

εξελικτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
evolūcijas

εξελικτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
еволуциски, еволуциските, еволутивен, еволутивната

εξελικτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
evolutiv, evolutive, evolutivă, evolutiva

εξελικτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
podvržene razvoju, pa podvržene razvoju

εξελικτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vývojový, evoluční, UIS MENDELU vývojový
Τυχαίες λέξεις