Умеренность στα ελληνικά
Μετάφραση: умеренность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκράτεια, σεμνότητα, λιτότητα, απλότητα, ταπεινοφροσύνη, μετριοπάθεια, μετριοφροσύνη, συγκράτηση, συγκράτηση των, μετριοπάθειας, συγκράτησης των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бойлер στα ελληνικά - καυστήρας, καζάνι, λέβητας, λέβητα, του λέβητα, boiler, μπόιλερ
- взбалтывание στα ελληνικά - συνταρακτικός, ταραχή, ανακίνηση, αναταραχή, ανάδευση, ανάδευσης
- влиятельный στα ελληνικά - τύμβος, δυναμικός, επιβλητικός, καίριος, δυνατός, τάφος, ισχυρός, ...
- впитывающий στα ελληνικά - απορροφητικός, απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφά, την απορρόφηση, απορροφούν
Τυχαίες λέξεις
Умеренность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκράτεια, σεμνότητα, λιτότητα, απλότητα, ταπεινοφροσύνη, μετριοπάθεια, μετριοφροσύνη, συγκράτηση, συγκράτηση των, μετριοπάθειας, συγκράτησης των
Μεταφράσεις: εγκράτεια, σεμνότητα, λιτότητα, απλότητα, ταπεινοφροσύνη, μετριοπάθεια, μετριοφροσύνη, συγκράτηση, συγκράτηση των, μετριοπάθειας, συγκράτησης των