Λέξη: ιμπρεσιονιστικός

Μεταφράσεις: ιμπρεσιονιστικός

ιμπρεσιονιστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
impressionist, Impressionist, impressionistic, an impressionistic

ιμπρεσιονιστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impresionista, impresionistas, impresionista del, impresionista de, impresionismo

ιμπρεσιονιστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
impressionist, Impressionist, Impressionisten, impressionistischen, Impressionismus

ιμπρεσιονιστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
impressionniste, impressionnistes, Impressionist, impressionnisme, impressioniste

ιμπρεσιονιστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impressionista, Impressionismo, impressionisti, Impressionist, degli impressionisti

ιμπρεσιονιστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
impressionista, impressionista do, impressionistas, do impressionista, impressionist

ιμπρεσιονιστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
impressionist, impressionistische, impressionistisch, impressionist van, van de impressionist

ιμπρεσιονιστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
импрессионист, импрессионистский, импрессионизм, импрессионистов, импрессионизма, Импрессионизм, импрессиониста

ιμπρεσιονιστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
impresjonistisk, impresjonistiske, Impressionist, impresjonist, impresjonistbevegelsen

ιμπρεσιονιστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Impressionist, impressionisten, impressionistiska, impressionistisk, Impressionistutställningen

ιμπρεσιονιστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
impressionistinen, Impressionist, impressionistisen, impressionismin, impressionistista

ιμπρεσιονιστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
impressionistisk, Impressionist, impressionistiske, den impressionistiske, impressionismen

ιμπρεσιονιστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
impresionista, impresionistické, impresionistů, impresionistický, impresionismu

ιμπρεσιονιστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
impresjonista, parodysta, impresjonistycznej, impresjonistycznego, Impressionist, impresjonizmu

ιμπρεσιονιστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
impresszionista, Impressionist, az impresszionista, impresszionisták

ιμπρεσιονιστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
izlenimci, Empresyonist, Impressionist, Empresyonizm, İzlenimciler

ιμπρεσιονιστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
імпресіоніст, импрессионист

ιμπρεσιονιστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
Impressionist

ιμπρεσιονιστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
импресионист, импресионисти, Impressionist, импресионистите, импресионизма

ιμπρεσιονιστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
імпрэсіяніст, імпрэсіяністы, імпрэсіяніста, імпрэсіяністаў, імпрэсіяністамі

ιμπρεσιονιστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
impressionist, impressionism, impressionistlike, impressionistlik, impressionismieelses

ιμπρεσιονιστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
impresionista, impresionist, impresionistički, impresionističko, impresionistička

ιμπρεσιονιστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Impressionist

ιμπρεσιονιστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
impresionistų, Impressionist, impresionistas, impresionistinis, Impresjonista

ιμπρεσιονιστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
impresionisma, impresionistiska, Impressionist, impresionista

ιμπρεσιονιστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
импресионистички, импресионистичката, импресионистите, импресионистичките, импресионист

ιμπρεσιονιστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
impresionist, impresionista, impresioniste, impresionistă, impresionismului

ιμπρεσιονιστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
impresionista, impresionistično, impresionist, impresionistična, impresionistični, impresionizem

ιμπρεσιονιστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
impresionista, impresionistov, impresionistami, impresionistu, impresionizmu, impresionistů
Τυχαίες λέξεις