Умножить στα ελληνικά

Μετάφραση: умножить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολλαπλασιάζω, πολλαπλασιάστε, πολλαπλασιάσουμε, πολλαπλασιάσετε, πολλαπλασιάσει, πολλαπλασιάζουν
Умножить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бивуак στα ελληνικά - νυκτοφυλακή, στρατοπεδεύω, bivouac, καταυλισμό, μπιβουάκ
  • вооружить στα ελληνικά - μπράτσο, χέρι, όπλο, βραχίονα, βραχίονας, σκέλος
  • выравниваться στα ελληνικά - δικαίωμα, αναπτύσσομαι, αναπτύσσω, ντύνω, ίσος, φόρεμα, ντύνομαι, ...
  • дьявольщина στα ελληνικά - devilry, σκανδαλιά, δαιμονισμός
Τυχαίες λέξεις
Умножить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολλαπλασιάζω, πολλαπλασιάστε, πολλαπλασιάσουμε, πολλαπλασιάσετε, πολλαπλασιάσει, πολλαπλασιάζουν