Умыкать στα ελληνικά

Μετάφραση: умыкать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απάγω, καταδότες, snitches, ρουφιάνοι, ρουφιάνου, ρουφιάνων
Умыкать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • астрофизика στα ελληνικά - αστροφυσική, Αστροφυσικής, την αστροφυσική, της αστροφυσικής, η αστροφυσική
  • вече στα ελληνικά - κακία, ανηθικότητα, θάλαμος, τμήμα, θάλαμο, Επιμελητήριο, τμήματος
  • гвинея στα ελληνικά - Γουινέα, χοιρίδια, Γουινέας, χοιριδίου, χοιρίδιο
  • дилижанс στα ελληνικά - άμαξα, πούλμαν, επιμέλεια, προπονώ, φιλοτεχνία, προπονητής, ταχυδρομική άμαξα, ...
Τυχαίες λέξεις
Умыкать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απάγω, καταδότες, snitches, ρουφιάνοι, ρουφιάνου, ρουφιάνων