Λέξη: εφορμώ

Σχετικές λέξεις: εφορμώ

εφορμώ τι σημαίνει, εφορμώ συνώνυμο, αφορώ συνώνυμα, εφορμώ λεξικο

Συνώνυμα: εφορμώ

αιφνίδια επίθεση εκ των άνω, επιπίπτω και αρπάζω, επιβαρύνω, επιφορτίζω, ζητώ, καταμαρτυρώ, κατηγορώ, επιπίπτω, ρίπτω κόνιν

Μεταφράσεις: εφορμώ

εφορμώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
swoop, pounce

εφορμώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
redada, arremetida, la redada, redada de, la redada de

εφορμώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schnappen, Sturzflug, Razzia, Schlag

εφορμώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lancer, jeter, rafle, seul coup, attaque surprise, swoop, descendre en piqué

εφορμώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attacco, picchiata, piombare, sol, swoop, colpo solo

εφορμώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
swoop, rusga, da rusga, da rusga de, rusga de

εφορμώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
neerschieten, duikvluchtoverhemd, De duikvluchtoverhemd, swoop, duikvluchtoverhemd van

εφορμώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
налетать, налёт, налет, булат, облава, наскок, менять, Swoop, Свуп, наскока

εφορμώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
razzia, nedslag, slag, dykke ned, Kjørt

εφορμώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nedslag, svep, swoop

εφορμώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
syöksy, syöksyä, swoop, ratsia, hyökkäys

εφορμώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
swoop, slag, razzia, hug, lynangreb

εφορμώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vrhnout, přepadnout, swoop, provést snášení, snášení, razie

εφορμώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spadać, uderzenie, runąć, rzucać, dosiadanie, upadek, swoop, przechylania widoku

εφορμώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lecsapás, elragadás, swoop, csapásra, lecsap

εφορμώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
baskın, swoop, yatırmak, çırpıda, saldırmak

εφορμώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наліт, наскок

εφορμώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kap, mashtrohet, bie poshtë, zbritje poshtë

εφορμώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
замах, пикиране, внезапно спускане, връхлитане, внезапно нападение

εφορμώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
наскок, наскоку

εφορμώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vahetus, sööstma, Rünnak, sööst, Ratsia, Rynnätä jnk kimppuun

εφορμώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prepad, nasrnuti, nastranje, nalet, naginjanje

εφορμώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
swoop

εφορμώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
smigimas, mestis, pikiruoti, pulti žemyn, Dosiadanie

εφορμώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sagrābt, kritumam, mesties lejā, mešanās lejup

εφορμώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ненадејно да се појави, пикирам, рацијата, пикиране

εφορμώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deviere, lovitură, năpusti, swoop, deviere a

εφορμώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nagibanje

εφορμώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prepadnúť, tlčie, ukradnúť
Τυχαίες λέξεις