Упаковать στα ελληνικά
Μετάφραση: упаковать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τράπουλα, πακέτο, κατακλύζω, συσκευάζω, συσκευασία, συσκευασίας, pack, το πακέτο
Μεταφράσεις
- абордаж στα ελληνικά - σανίδωμα, επιβίβαση, επιβίβασης, την επιβίβαση, κράτηση, κράτησης
- антиген στα ελληνικά - αντιγόνο, αντιγόνου, αντιγόνων, το αντιγόνο, του αντιγόνου
- арканзас στα ελληνικά - AR, αναλυτικό αντιδραστήριο, ΑΚ, ΑΡ
- баронский στα ελληνικά - βαρωνικός, βαρονικός, αρχοντική, μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπές
Τυχαίες λέξεις
Упаковать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τράπουλα, πακέτο, κατακλύζω, συσκευάζω, συσκευασία, συσκευασίας, pack, το πακέτο
Μεταφράσεις: τράπουλα, πακέτο, κατακλύζω, συσκευάζω, συσκευασία, συσκευασίας, pack, το πακέτο