Λέξη: ψηφίζω

Σχετικές λέξεις: ψηφίζω

ψηφίζω στερεά ελλάδα, ψηφίζω κρήτη, ψηφίζω στο εξωτερικό, ψηφίζω στερεά, ψηφίζω 2014, ψηφίζω δαγκωτό, ψηφίζω που, ψηφίζω πρώτη φορά, ψηφίζω χρυσή αυγή, ψηφίζω κόουτς, που ψηφίζω, που ψηφίζω 2012, ypes, ypes που ψηφίζω, πού ψηφίζω, που ψηφιζω, που ψηφίζω 2014

Συνώνυμα: ψηφίζω

αριθμώ ψήφους, λαμβάνω ψήφους, εγγράφω, καταγράφω

Μεταφράσεις: ψηφίζω

ψηφίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vote, I am voting, I am voting in, I vote, am voting

ψηφίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
voz, voto, votar, votación, vez como, vez, una vez

ψηφίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stimmen, stimme, abstimmung, stimmabgabe, abstimmen, votum, wahlstimme, wahlverfahren, wahlrecht, wählen, Stimme, Abstimmung, Votum, Wertung

ψηφίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
voter, votez, voix, suffrage, scrutin, votent, syntoniser, vote, votons, élire, votes, des votes

ψηφίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scrutinio, voto, votazione, voce, votare, elezione, voti, vote

ψηφίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
votação, voto, votar, eleição, vomitar, escrutínio, vómito, votos, Número

ψηφίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kiezen, balloteren, stemmen, stemming, stem, beoordeeld, vote

ψηφίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
избиратель, баллотировка, постановление, проголосовать, утверждать, голосование, решать, вотум, голос, вотировать, голосовать, голосов, голосования

ψηφίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stemme, syns dette var nyttig, syns, stemmen, stemmer

ψηφίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
röst, rösta, röstning, omröstning, omröstningen, tycker att

ψηφίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
äänestää, ääni, äänestys, äänestyksessä, äänestyksen, äänestystä

ψηφίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stemme, afstemning, afstemningen, synes

ψηφίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hlas, volit, odhlasovat, hlasování, hlasovat, volba, hlasování se, vote

ψηφίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wotum, uchwalać, zagłosować, głosowanie, uchwała, głos, wybory, głosować, uznali, zagłosuj

ψηφίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szavazás, szavazásra, szavazásban, szavazással, szavazást

ψηφίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
oy, sayılmasını

ψηφίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
голосування

ψηφίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
votim, votë, vota, votojnë, vota e

ψηφίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гласуване, вот, глас, гласувано, е гласувано

ψηφίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
галасаванне, галасаваньне

ψηφίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hääl, hääletus, hääletuse, hääl on, hääletust

ψηφίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odobriti, glasanje, glasovanje, glasovanjem, glas, glasati, glasovati, glasovanja

ψηφίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjósa, atkvæði, atkvæða, greiða atkvæði

ψηφίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
balsas, balsavimas, balsuoti, balsavimo, balsuojama

ψηφίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
balsstiesības, balsošana, balsot, balss, balsojums, balss ir

ψηφίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гласање, гласови, гласањето, глас, гласовите

ψηφίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vot, votul, votului, voturi, de vot

ψηφίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
volit, glasovanje, glas, glasuje, glasovanja, glasovanju

ψηφίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hlasovať, hlasovanie, hlasovania, hlasovaní, o hlasovaní

Στατιστικά δημοτικότητας: ψηφίζω

Τυχαίες λέξεις