Уплата στα ελληνικά
Μετάφραση: уплата, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρευστοποίηση, οικισμός, αποπληρωμή, αποζημίωση, εκπυρσοκρότηση, πληρώνω, πληρωμή, εκροή, απολύω, άφεση, εκκαθάριση, πληρωμής, πληρωμών, καταβολή, καταβολής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амбулаторный στα ελληνικά - περιπατητικός, εξωτερικά ιατρεία, στα εξωτερικά ιατρεία, εξωτερικών ασθενών, εξωτερικής παραμονής, εξωτερικούς ασθενείς
- вознесение στα ελληνικά - παρουσίαση, φουσκώνω, ανάβαση, πρήζω, εξογκώνω, ανάληψη, Αναλήψεως, ...
- второгодник στα ελληνικά - μαθήτρια, μαθητής, Αναμεταδότες, Επαναλήπτες, επαναληπτών, Οι επαναλήπτες, αναμεταδοτών
- забрызгаться στα ελληνικά - Drabble
Τυχαίες λέξεις
Уплата στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρευστοποίηση, οικισμός, αποπληρωμή, αποζημίωση, εκπυρσοκρότηση, πληρώνω, πληρωμή, εκροή, απολύω, άφεση, εκκαθάριση, πληρωμής, πληρωμών, καταβολή, καταβολής
Μεταφράσεις: ρευστοποίηση, οικισμός, αποπληρωμή, αποζημίωση, εκπυρσοκρότηση, πληρώνω, πληρωμή, εκροή, απολύω, άφεση, εκκαθάριση, πληρωμής, πληρωμών, καταβολή, καταβολής